- Σφακιανός
- ο, θηλ. Σφακιανή Ν [Σφακιά]αυτός που κατάγεται από τα Σφακιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Περάκης — Επώνυμο κρητικών αγωνιστών του 1821. 1. Ιωάννης. Στη διάρκεια της Επανάστασης πήγε στην Πελοπόννησο (1824), όπου πολέμησε μαζί με τον Παπαφλέσσα στο Μανιάκι (1825). 2. Μαρτινιανός. Ιερέας, ο οποίος πήρε μέρος στην Επανάσταση ως οπλαρχηγός. Το… … Dictionary of Greek